-
1 ἱκεσία
ἱκεσ-ία, ἡ, ([etym.] ἱκέτης) (replaced by ἱκετεία in [dialect] Att., cf. Phryn.3, PS p.77 B., but found in IG12.434; used later, SIG781.11 (Nysa, i B.C.), 888.11 (Scaptopara, iii A.D.), etc.):—A the prayer of a suppliant, supplication, E.Or. 1337, Plu.Sol.12, J.AJ11.8.4, AP5.215 (Agath.);πρὸς παντοίαν ἱ. τραπῆναι D.S.20.14
: pl., Ph.2.2; ἱκεσίαισι σαῖς at thy entreaties, E.Ph.91; ἱκεσίας ποιεῖσθαι, on behalf of the state, Aeschin. 3.121; = Lat. supplicatio, D.H.8.43.2 = ἱκέτευμα, Plu.Them.24. [[pron. full] ῐ, but [pron. full] ῑ metri gr. in AP l.c., Procl.H.1.36.]
См. также в других словарях:
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek